Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χειρόμακτρον
χειρομύλη
χειρονομέω
χειρονομία
χειροπληθής
χειροποιέομαι
χειροποίητος
χειροτένων
χειρότερος
χειροτέχνημα
χειροτέχνης
χειροτεχνία
χειροτεχνικός
χειροτονέω
χειροτονητός
χειροτονία
χειρότονος
χειρουργέω
χειρούργημα
χειρουργία
χειρουργικός
View word page
χειροτέχνης
χειροτέχνης χειρο-τέχνης, ου, ὁ, a handicraftsman, artisan, Hdt., Ar., etc.; τίς ὁ χ. ἰατορίας; who is the skilled surgeon? Soph.

ShortDef

a handicraftsman, artisan

Debugging

Headword:
χειροτέχνης
Headword (normalized):
χειροτέχνης
Headword (normalized/stripped):
χειροτεχνης
IDX:
35625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35665
Key:
xeirote/xnhs

Data

{'content': 'χειροτέχνης\n χειρο-τέχνης, ου, ὁ,\n a handicraftsman, artisan, Hdt., Ar., etc.; τίς ὁ χ. ἰατορίας; who is the skilled surgeon? Soph.', 'key': 'xeirote/xnhs'}