Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χειροήθης
χειρόμακτρον
χειρομύλη
χειρονομέω
χειρονομία
χειροπληθής
χειροποιέομαι
χειροποίητος
χειροτένων
χειρότερος
χειροτέχνημα
χειροτέχνης
χειροτεχνία
χειροτεχνικός
χειροτονέω
χειροτονητός
χειροτονία
χειρότονος
χειρουργέω
χειρούργημα
χειρουργία
View word page
χειροτέχνημα
χειροτέχνημα χειροτέχνημα, ατος, τό, a work of art, Babr. from χειροτέχνης
ShortDef
a work of art
Debugging
Headword:
χειροτέχνημα
Headword (normalized):
χειροτέχνημα
Headword (normalized/stripped):
χειροτεχνημα
IDX:
35624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35664
Key:
xeirote/xnhma
Data
{'content': 'χειροτέχνημα\n χειροτέχνημα, ατος, τό,\n a work of art, Babr.\n from χειροτέχνης', 'key': 'xeirote/xnhma'}