Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χειροδίκης
χειροδράκων
χειροήθης
χειρόμακτρον
χειρομύλη
χειρονομέω
χειρονομία
χειροπληθής
χειροποιέομαι
χειροποίητος
χειροτένων
χειρότερος
χειροτέχνημα
χειροτέχνης
χειροτεχνία
χειροτεχνικός
χειροτονέω
χειροτονητός
χειροτονία
χειρότονος
χειρουργέω
View word page
χειροτένων
χειροτένων χειρο-τένων, οντος, with outstretched arms, of the crab, Batr.

ShortDef

with outstretched arms

Debugging

Headword:
χειροτένων
Headword (normalized):
χειροτένων
Headword (normalized/stripped):
χειροτενων
IDX:
35622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35662
Key:
xeirote/nwn

Data

{'content': 'χειροτένων\n χειρο-τένων, οντος,\n with outstretched arms, of the crab, Batr.', 'key': 'xeirote/nwn'}