Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χειρόδεικτος
χειροδίκης
χειροδράκων
χειροήθης
χειρόμακτρον
χειρομύλη
χειρονομέω
χειρονομία
χειροπληθής
χειροποιέομαι
χειροποίητος
χειροτένων
χειρότερος
χειροτέχνημα
χειροτέχνης
χειροτεχνία
χειροτεχνικός
χειροτονέω
χειροτονητός
χειροτονία
χειρότονος
View word page
χειροποίητος
χειροποίητος from χειροποιέομαι χειροποίητος, ον, made by hand, artificial, opp. to αὐτοφυής (natural), Hdt.; φλὸξ χ. a fire kindled by the hand of man, Thuc.

ShortDef

made by hand, artificial

Debugging

Headword:
χειροποίητος
Headword (normalized):
χειροποίητος
Headword (normalized/stripped):
χειροποιητος
IDX:
35621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35661
Key:
xeiropoi/htos

Data

{'content': 'χειροποίητος\n from χειροποιέομαι\n χειροποίητος, ον,\n made by hand, artificial, opp. to αὐτοφυής (natural), Hdt.; φλὸξ χ. a fire kindled by the hand of man, Thuc.', 'key': 'xeiropoi/htos'}