Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χειροδάϊκτος
χειρόδεικτος
χειροδίκης
χειροδράκων
χειροήθης
χειρόμακτρον
χειρομύλη
χειρονομέω
χειρονομία
χειροπληθής
χειροποιέομαι
χειροποίητος
χειροτένων
χειρότερος
χειροτέχνημα
χειροτέχνης
χειροτεχνία
χειροτεχνικός
χειροτονέω
χειροτονητός
χειροτονία
View word page
χειροποιέομαι
χειροποιέομαι to make by hand:—Mid., χειροποιεῖται τάδε perpetrates these acts, Soph.

ShortDef

perpetrate with one's own hand

Debugging

Headword:
χειροποιέομαι
Headword (normalized):
χειροποιέομαι
Headword (normalized/stripped):
χειροποιεομαι
IDX:
35620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35660
Key:
xeiropoie/w

Data

{'content': 'χειροποιέομαι\n to make by hand:—Mid., χειροποιεῖται τάδε perpetrates these acts, Soph.', 'key': 'xeiropoie/w'}