χειροποιέομαι
χειροποιέομαι
to make by hand:—Mid., χειροποιεῖται τάδε perpetrates these acts, Soph.
{
"content": "χειροποιέομαι\n to make by hand:—Mid., χειροποιεῖται τάδε perpetrates these acts, Soph.",
"key": "xeiropoie/w"
}