Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χειραπτάζω
χειριδωτός
χείριος
χειρίς
χειροδάϊκτος
χειρόδεικτος
χειροδίκης
χειροδράκων
χειροήθης
χειρόμακτρον
χειρομύλη
χειρονομέω
χειρονομία
χειροπληθής
χειροποιέομαι
χειροποίητος
χειροτένων
χειρότερος
χειροτέχνημα
χειροτέχνης
χειροτεχνία
View word page
χειρομύλη
χειρομύλη χειρο-μύλη, ἡ, a hand-mill, Xen.

ShortDef

a hand-mill

Debugging

Headword:
χειρομύλη
Headword (normalized):
χειρομύλη
Headword (normalized/stripped):
χειρομυλη
IDX:
35616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35656
Key:
xeiromu/lh

Data

{'content': 'χειρομύλη\n χειρο-μύλη, ἡ,\n a hand-mill, Xen.', 'key': 'xeiromu/lh'}