Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χειραγωγός
χειραπτάζω
χειριδωτός
χείριος
χειρίς
χειροδάϊκτος
χειρόδεικτος
χειροδίκης
χειροδράκων
χειροήθης
χειρόμακτρον
χειρομύλη
χειρονομέω
χειρονομία
χειροπληθής
χειροποιέομαι
χειροποίητος
χειροτένων
χειρότερος
χειροτέχνημα
χειροτέχνης
View word page
χειρόμακτρον
χειρόμακτρον χειρό-μακτρον, ου, τό, a cloth for wiping the hands, a towel, napkin, Lat. mantile, Hdt., Xen.

ShortDef

a cloth for wiping the hands, a towel, napkin

Debugging

Headword:
χειρόμακτρον
Headword (normalized):
χειρόμακτρον
Headword (normalized/stripped):
χειρομακτρον
IDX:
35615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35655
Key:
xeiro/maktron

Data

{'content': 'χειρόμακτρον\n χειρό-μακτρον, ου, τό,\n a cloth for wiping the hands, a towel, napkin, Lat. mantile, Hdt., Xen.', 'key': 'xeiro/maktron'}