Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χειμών
χειραγωγέω
χειραγωγός
χειραπτάζω
χειριδωτός
χείριος
χειρίς
χειροδάϊκτος
χειρόδεικτος
χειροδίκης
χειροδράκων
χειροήθης
χειρόμακτρον
χειρομύλη
χειρονομέω
χειρονομία
χειροπληθής
χειροποιέομαι
χειροποίητος
χειροτένων
χειρότερος
View word page
χειροδράκων
χειροδράκων χειρο-δράκων (ᾰ), οντος, with serpent arms, Eur.
ShortDef
with serpent arms
Debugging
Headword:
χειροδράκων
Headword (normalized):
χειροδράκων
Headword (normalized/stripped):
χειροδρακων
IDX:
35613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35653
Key:
xeirodra/kwn
Data
{'content': 'χειροδράκων\n χειρο-δράκων (ᾰ), οντος,\n with serpent arms, Eur.', 'key': 'xeirodra/kwn'}