Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χειμοφυγέω
χειμών
χειραγωγέω
χειραγωγός
χειραπτάζω
χειριδωτός
χείριος
χειρίς
χειροδάϊκτος
χειρόδεικτος
χειροδίκης
χειροδράκων
χειροήθης
χειρόμακτρον
χειρομύλη
χειρονομέω
χειρονομία
χειροπληθής
χειροποιέομαι
χειροποίητος
χειροτένων
View word page
χειροδίκης
χειροδίκης χεῐρο-δίκης, ου, ὁ, δίκη one who asserts his right by hand, uses the right of might, Hes.
ShortDef
one who asserts his right by hand, uses the right of might
Debugging
Headword:
χειροδίκης
Headword (normalized):
χειροδίκης
Headword (normalized/stripped):
χειροδικης
IDX:
35612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35652
Key:
xeirodi/khs
Data
{'content': 'χειροδίκης\n χεῐρο-δίκης, ου, ὁ,\n δίκη\n one who asserts his right by hand, uses the right of might, Hes.', 'key': 'xeirodi/khs'}