χειρόδεικτος
χειρόδεικτος
χειρό-δεικτος, ον,
δείκνυμι
Lat. digito monstratus, manifest, Soph.
{
"content": "χειρόδεικτος\n χειρό-δεικτος, ον,\n δείκνυμι\n Lat. digito monstratus, manifest, Soph.",
"key": "xeiro/deiktos"
}