Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμοφυγέω
χειμών
χειραγωγέω
χειραγωγός
χειραπτάζω
χειριδωτός
χείριος
χειρίς
χειροδάϊκτος
χειρόδεικτος
χειροδίκης
χειροδράκων
χειροήθης
χειρόμακτρον
χειρομύλη
χειρονομέω
χειρονομία
χειροπληθής
View word page
χειρίς
χειρίς χειρίς, ίδος, ἡ, χείρ a covering for the hand, a glove, Od., Xen.: also a covering for the arm, a loose sleeve, such as the Persians wore, Lat. manica, Hdt.

ShortDef

a covering for the hand, a glove

Debugging

Headword:
χειρίς
Headword (normalized):
χειρίς
Headword (normalized/stripped):
χειρις
IDX:
35609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35649
Key:
xeiri/s

Data

{'content': 'χειρίς\n χειρίς, ίδος, ἡ,\n χείρ\n a covering for the hand, a glove, Od., Xen.: also a covering for the arm, a loose sleeve, such as the Persians wore, Lat. manica, Hdt.', 'key': 'xeiri/s'}