Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χειμαρρώδης
χειμασία
χειμασκέω
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμοφυγέω
χειμών
χειραγωγέω
χειραγωγός
χειραπτάζω
χειριδωτός
χείριος
χειρίς
χειροδάϊκτος
χειρόδεικτος
χειροδίκης
χειροδράκων
χειροήθης
χειρόμακτρον
χειρομύλη
View word page
χειραπτάζω
χειραπτάζω χειρ-απτάζω, fut. -άσω ἅπτω to touch with the hand, take in hand, handle, Hdt.
ShortDef
to touch with the hand, take in hand, handle
Debugging
Headword:
χειραπτάζω
Headword (normalized):
χειραπτάζω
Headword (normalized/stripped):
χειραπταζω
IDX:
35606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35646
Key:
xeirapta/zw
Data
{'content': 'χειραπτάζω\n χειρ-απτάζω,\n fut. -άσω\n ἅπτω\n to touch with the hand, take in hand, handle, Hdt.', 'key': 'xeirapta/zw'}