Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χείμαρος
χειμάρροος
χειμαρρώδης
χειμασία
χειμασκέω
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμοφυγέω
χειμών
χειραγωγέω
χειραγωγός
χειραπτάζω
χειριδωτός
χείριος
χειρίς
χειροδάϊκτος
χειρόδεικτος
χειροδίκης
χειροδράκων
χειροήθης
View word page
χειραγωγέω
χειραγωγέω χειρᾰγωγέω, to lead by the hand, absol., Luc.
ShortDef
to lead by the hand
Debugging
Headword:
χειραγωγέω
Headword (normalized):
χειραγωγέω
Headword (normalized/stripped):
χειραγωγεω
IDX:
35604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35644
Key:
xeiragwge/w
Data
{'content': 'χειραγωγέω\n χειρᾰγωγέω,\n to lead by the hand, absol., Luc.', 'key': 'xeiragwge/w'}