Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χειμαίνω
χεῖμα
χείμαρος
χειμάρροος
χειμαρρώδης
χειμασία
χειμασκέω
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμοφυγέω
χειμών
χειραγωγέω
χειραγωγός
χειραπτάζω
χειριδωτός
χείριος
χειρίς
χειροδάϊκτος
χειρόδεικτος
χειροδίκης
View word page
χειμοφυγέω
χειμοφυγέω χειμο-φῠγέω, φεύγω to shun the winter or wintry weather, Strab.
ShortDef
to shun the winter
Debugging
Headword:
χειμοφυγέω
Headword (normalized):
χειμοφυγέω
Headword (normalized/stripped):
χειμοφυγεω
IDX:
35602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35642
Key:
xeimofuge/w
Data
{'content': 'χειμοφυγέω\n χειμο-φῠγέω,\n φεύγω\n to shun the winter or wintry weather, Strab.', 'key': 'xeimofuge/w'}