Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χειμάζω
χειμαίνω
χεῖμα
χείμαρος
χειμάρροος
χειμαρρώδης
χειμασία
χειμασκέω
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμοφυγέω
χειμών
χειραγωγέω
χειραγωγός
χειραπτάζω
χειριδωτός
χείριος
χειρίς
χειροδάϊκτος
χειρόδεικτος
View word page
χειμέριος
χειμέριος χειμέριος, α, ον χεῖμα wintry, stormy, Il., Hes., Soph.; ὥρη χειμερίη the wintry or stormy season, Od., Hes.; ἦμαρ χ. Il.; οἱ χειμεριώτατοι μῆνες the most wintry, stormy months, Hdt.; χ. νύξ a stormy night (in summer time), Thuc.; ἀκτὰ χειμερία κυματοπλήξ a shore stricken by the wintry waves, Soph. metaph., χ. λύπη raging pain, Soph.— χειμέριος generally means wintry, stormy, χειμερινός in the winter season.

ShortDef

wintry, stormy

Debugging

Headword:
χειμέριος
Headword (normalized):
χειμέριος
Headword (normalized/stripped):
χειμεριος
IDX:
35601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35641
Key:
xeime/rios

Data

{'content': 'χειμέριος\n χειμέριος, α, ον\n χεῖμα\n wintry, stormy, Il., Hes., Soph.; ὥρη χειμερίη the wintry or stormy season, Od., Hes.; ἦμαρ χ. Il.; οἱ χειμεριώτατοι μῆνες the most wintry, stormy months, Hdt.; χ. νύξ a stormy night (in summer time), Thuc.; ἀκτὰ χειμερία κυματοπλήξ a shore stricken by the wintry waves, Soph.\n metaph., χ. λύπη raging pain, Soph.— χειμέριος generally means wintry, stormy, χειμερινός in the winter season.', 'key': 'xeime/rios'}