χειμέριος
χειμέριος
χειμέριος, α, ον
χεῖμα
wintry, stormy, Il., Hes., Soph.; ὥρη χειμερίη the wintry or stormy season, Od., Hes.; ἦμαρ χ. Il.; οἱ χειμεριώτατοι μῆνες the most wintry, stormy months, Hdt.; χ. νύξ a stormy night (in summer time), Thuc.; ἀκτὰ χειμερία κυματοπλήξ a shore stricken by the wintry waves, Soph.
metaph., χ. λύπη raging pain, Soph.— χειμέριος generally means wintry, stormy, χειμερινός in the winter season.