Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χειμάδιον
χειμάζω
χειμαίνω
χεῖμα
χείμαρος
χειμάρροος
χειμαρρώδης
χειμασία
χειμασκέω
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμοφυγέω
χειμών
χειραγωγέω
χειραγωγός
χειραπτάζω
χειριδωτός
χείριος
χειρίς
χειροδάϊκτος
View word page
χειμερινός
χειμερινός χειμερῐνός, ή, όν χεῖμα of or in winter, of or in winter-time, opp. to θερινός, χ. τροπαί (v. τροπή 1), Hdt., Thuc., etc.; τὴν χ. (sc. ὥρην) during the winter season, Hdt. wintry, Thuc.; v. χειμέριος.

ShortDef

of or in winter, wintry; stormy

Debugging

Headword:
χειμερινός
Headword (normalized):
χειμερινός
Headword (normalized/stripped):
χειμερινος
IDX:
35600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35640
Key:
xeimerino/s

Data

{'content': 'χειμερινός\n χειμερῐνός, ή, όν\n χεῖμα\n of or in winter, of or in winter-time, opp. to θερινός, χ. τροπαί (v. τροπή 1), Hdt., Thuc., etc.; τὴν χ. (sc. ὥρην) during the winter season, Hdt.\n wintry, Thuc.; v. χειμέριος.', 'key': 'xeimerino/s'}