Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χειλόω
χειμάδιον
χειμάζω
χειμαίνω
χεῖμα
χείμαρος
χειμάρροος
χειμαρρώδης
χειμασία
χειμασκέω
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμοφυγέω
χειμών
χειραγωγέω
χειραγωγός
χειραπτάζω
χειριδωτός
χείριος
χειρίς
View word page
χειμερίζω
χειμερίζω χειμερίζω, fut. -σω = χειμάζω 1, Hdt.
ShortDef
pass the winter
Debugging
Headword:
χειμερίζω
Headword (normalized):
χειμερίζω
Headword (normalized/stripped):
χειμεριζω
IDX:
35599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35639
Key:
xeimeri/zw
Data
{'content': 'χειμερίζω\n χειμερίζω,\n fut. -σω\n = χειμάζω 1, Hdt.', 'key': 'xeimeri/zw'}