Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χεῖλος
χειλόω
χειμάδιον
χειμάζω
χειμαίνω
χεῖμα
χείμαρος
χειμάρροος
χειμαρρώδης
χειμασία
χειμασκέω
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμοφυγέω
χειμών
χειραγωγέω
χειραγωγός
χειραπτάζω
χειριδωτός
χείριος
View word page
χειμασκέω
χειμασκέω χειμ-ασκέω, fut. -ήσω to exercise oneself in winter, Polyb.
ShortDef
to exercise oneself in winter
Debugging
Headword:
χειμασκέω
Headword (normalized):
χειμασκέω
Headword (normalized/stripped):
χειμασκεω
IDX:
35598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35638
Key:
xeimaske/w
Data
{'content': 'χειμασκέω\n χειμ-ασκέω,\n fut. -ήσω\n to exercise oneself in winter, Polyb.', 'key': 'xeimaske/w'}