Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χέζω
χειά
χειλοποτέω
χεῖλος
χειλόω
χειμάδιον
χειμάζω
χειμαίνω
χεῖμα
χείμαρος
χειμάρροος
χειμαρρώδης
χειμασία
χειμασκέω
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμοφυγέω
χειμών
χειραγωγέω
χειραγωγός
View word page
χειμάρροος
χειμάρροος χειμάρ-ρους, ουν, ῥέω winter-flowing, swollen by rain and melted snow, ποταμὸς χ. Il., Hdt.; παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις Soph.; φάραγγες ὕδατι χειμάρρῳ ῥέουσαι Eur. as Subst. (without ποταμός) , a torrent, Xen., Dem. like χαράδρα II. 2, a conduit, Dem.

ShortDef

winter-flowing, swollen by rain and melted snow; (n.) torrent; gutter

Debugging

Headword:
χειμάρροος
Headword (normalized):
χειμάρροος
Headword (normalized/stripped):
χειμαρροος
IDX:
35595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35635
Key:
xeima/rrous

Data

{'content': 'χειμάρροος\n χειμάρ-ρους, ουν,\n ῥέω\n winter-flowing, swollen by rain and melted snow, ποταμὸς χ. Il., Hdt.; παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις Soph.; φάραγγες ὕδατι χειμάρρῳ ῥέουσαι Eur.\n as Subst. (without ποταμός) , a torrent, Xen., Dem.\n like χαράδρα II. 2, a conduit, Dem.', 'key': 'xeima/rrous'}