χειμάρροος
χειμάρροος
χειμάρ-ρους, ουν,
ῥέω
winter-flowing, swollen by rain and melted snow, ποταμὸς χ. Il., Hdt.; παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις Soph.; φάραγγες ὕδατι χειμάρρῳ ῥέουσαι Eur.
as Subst. (without ποταμός) , a torrent, Xen., Dem.
like χαράδρα II. 2, a conduit, Dem.