Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χεζητιάω
χέζω
χειά
χειλοποτέω
χεῖλος
χειλόω
χειμάδιον
χειμάζω
χειμαίνω
χεῖμα
χείμαρος
χειμάρροος
χειμαρρώδης
χειμασία
χειμασκέω
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμοφυγέω
χειμών
χειραγωγέω
View word page
χείμαρος
χείμαρος χείμᾰρος, ὁ, χεῖμα a plug in a shipʼs bottom, drawn out when the ship was brought on land, to let out the bilge-water, Hes.

ShortDef

a plug in a ship's bottom

Debugging

Headword:
χείμαρος
Headword (normalized):
χείμαρος
Headword (normalized/stripped):
χειμαρος
IDX:
35594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35634
Key:
xei/maros

Data

{'content': 'χείμαρος\n χείμᾰρος, ὁ,\n χεῖμα\n a plug in a shipʼs bottom, drawn out when the ship was brought on land, to let out the bilge-water, Hes.', 'key': 'xei/maros'}