Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χαυνότης
χαυνόω
χαύνωμα
χαύνωσις
χεζητιάω
χέζω
χειά
χειλοποτέω
χεῖλος
χειλόω
χειμάδιον
χειμάζω
χειμαίνω
χεῖμα
χείμαρος
χειμάρροος
χειμαρρώδης
χειμασία
χειμασκέω
χειμερίζω
χειμερινός
View word page
χειμάδιον
χειμάδιον from χεῖμα χειμάδιον, ου, τό, a winter-dwelling, winter-quarters, χειμαδίῳ χρῆσθαι Λήμνῳ Dem.:—mostly in pl., χειμάδια πήγνυσθαι to fix oneʼs winter-quarters, Plut.

ShortDef

a winter-dwelling, winter-quarters

Debugging

Headword:
χειμάδιον
Headword (normalized):
χειμάδιον
Headword (normalized/stripped):
χειμαδιον
IDX:
35590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35630
Key:
xeima/dion

Data

{'content': 'χειμάδιον\n from χεῖμα\n χειμάδιον, ου, τό,\n a winter-dwelling, winter-quarters, χειμαδίῳ χρῆσθαι Λήμνῳ Dem.:—mostly in pl., χειμάδια πήγνυσθαι to fix oneʼs winter-quarters, Plut.', 'key': 'xeima/dion'}