Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χαυλιόδους
χαυνοπολίτης
χαυνόπρωκτος
χαῦνος
χαυνότης
χαυνόω
χαύνωμα
χαύνωσις
χεζητιάω
χέζω
χειά
χειλοποτέω
χεῖλος
χειλόω
χειμάδιον
χειμάζω
χειμαίνω
χεῖμα
χείμαρος
χειμάρροος
χειμαρρώδης
View word page
χειά
χειά χειά, Ionic χειή, ἡ, a hole, esp. of serpents, Il., Pind. From Root !xa, χάσκω.

ShortDef

a hole

Debugging

Headword:
χειά
Headword (normalized):
χειά
Headword (normalized/stripped):
χεια
IDX:
35586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35626
Key:
xeia/

Data

{'content': 'χειά\n χειά, Ionic χειή, ἡ,\n a hole, esp. of serpents, Il., Pind.\n From Root !xa, χάσκω.', 'key': 'xeia/'}