Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χάσκω
χάσμα
χασμάομαι
χασμέομαι
χάσμημα
χάσμη
χατέω
χατίζω
χαυλιόδους
χαυνοπολίτης
χαυνόπρωκτος
χαῦνος
χαυνότης
χαυνόω
χαύνωμα
χαύνωσις
χεζητιάω
χέζω
χειά
χειλοποτέω
χεῖλος
View word page
χαυνόπρωκτος
χαυνόπρωκτος χαυνό-πρωκτος, ον, wide-breeched, Ar.
ShortDef
wide-breeched
Debugging
Headword:
χαυνόπρωκτος
Headword (normalized):
χαυνόπρωκτος
Headword (normalized/stripped):
χαυνοπρωκτος
IDX:
35578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35618
Key:
xauno/prwktos
Data
{'content': 'χαυνόπρωκτος\n χαυνό-πρωκτος, ον,\n wide-breeched, Ar.', 'key': 'xauno/prwktos'}