Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χαριτία
χαριτοβλέφαρος
χαριτογλωσσέω
χαριτόω
χαριτώπης
χάρμα
χάρμη
χαρμονή
χαρμόσυνος
χαρμόφρων
χαροπός
χαροπότης
χαρτάριον
χάρτη
χάρτης
χαρτός
Χάρυβδις
Χαρωνῖται
Χάρων
χασκάζω
χάσκω
View word page
χαροπός
χαροπός χᾰρ-οπός, ή, όν χαρά, ὤψ glad-eyed, bright-eyed, χαροποὶ λέοντες Od., Hes.; θῆρες Soph.:—later, it denoted light-blue or grayish colour, ὄμματά μοι γλαυκᾶς χαροπώτερα πολλὸν Ἀθάνας Theocr.; also of the Germans, v. χαροπότης. of the eyes of youths, sparkling with joy, joyous, gladsome, Theocr., Anth.

ShortDef

glad-eyed, bright-eyed

Debugging

Headword:
χαροπός
Headword (normalized):
χαροπός
Headword (normalized/stripped):
χαροπος
IDX:
35558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35598
Key:
xaropo/s

Data

{'content': 'χαροπός\n χᾰρ-οπός, ή, όν\n χαρά, ὤψ\n glad-eyed, bright-eyed, χαροποὶ λέοντες Od., Hes.; θῆρες Soph.:—later, it denoted light-blue or grayish colour, ὄμματά μοι γλαυκᾶς χαροπώτερα πολλὸν Ἀθάνας Theocr.; also of the Germans, v. χαροπότης. \n of the eyes of youths, sparkling with joy, joyous, gladsome, Theocr., Anth.', 'key': 'xaropo/s'}