Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χάρις
χαριστέος
χαριστήριος
χαριτία
χαριτοβλέφαρος
χαριτογλωσσέω
χαριτόω
χαριτώπης
χάρμα
χάρμη
χαρμονή
χαρμόσυνος
χαρμόφρων
χαροπός
χαροπότης
χαρτάριον
χάρτη
χάρτης
χαρτός
Χάρυβδις
Χαρωνῖται
View word page
χαρμονή
χαρμονή χαρμονή, ἡ, = χάρμα 1 a joy, Eur.; pl. joys, delights, Eur. = χάρμα II, joy, delight, Soph., Xen.
ShortDef
a joy
Debugging
Headword:
χαρμονή
Headword (normalized):
χαρμονή
Headword (normalized/stripped):
χαρμονη
IDX:
35555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35595
Key:
xarmonh/
Data
{'content': 'χαρμονή\n χαρμονή, ἡ,\n = χάρμα 1\n a joy, Eur.; pl. joys, delights, Eur.\n = χάρμα II, joy, delight, Soph., Xen.', 'key': 'xarmonh/'}