Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χαριεργός
χαρίζω
χάρισμα
χάρις
χαριστέος
χαριστήριος
χαριτία
χαριτοβλέφαρος
χαριτογλωσσέω
χαριτόω
χαριτώπης
χάρμα
χάρμη
χαρμονή
χαρμόσυνος
χαρμόφρων
χαροπός
χαροπότης
χαρτάριον
χάρτη
χάρτης
View word page
χαριτώπης
χαριτώπης χαρῐτ-ώπης, ου, ὁ, fem. χαριτῶπις, ιδος, ὤψ graceful of aspect, Anth.

ShortDef

graceful of aspect

Debugging

Headword:
χαριτώπης
Headword (normalized):
χαριτώπης
Headword (normalized/stripped):
χαριτωπης
IDX:
35552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35592
Key:
xaritw/phs

Data

{'content': 'χαριτώπης\n χαρῐτ-ώπης, ου, ὁ, fem. χαριτῶπις, ιδος,\n ὤψ\n graceful of aspect, Anth.', 'key': 'xaritw/phs'}