χαριτώπης
χαριτώπης
χαρῐτ-ώπης, ου, ὁ, fem. χαριτῶπις, ιδος,
ὤψ
graceful of aspect, Anth.
{
"content": "χαριτώπης\n χαρῐτ-ώπης, ου, ὁ, fem. χαριτῶπις, ιδος,\n ὤψ\n graceful of aspect, Anth.",
"key": "xaritw/phs"
}