Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χαριεντίζομαι
χαριεντισμός
χαριεργός
χαρίζω
χάρισμα
χάρις
χαριστέος
χαριστήριος
χαριτία
χαριτοβλέφαρος
χαριτογλωσσέω
χαριτόω
χαριτώπης
χάρμα
χάρμη
χαρμονή
χαρμόσυνος
χαρμόφρων
χαροπός
χαροπότης
χαρτάριον
View word page
χαριτογλωσσέω
χαριτογλωσσέω χαρῐτο-γλωσσέω, γλῶσσα to speak to please, gloze with the tongue, Aesch.
ShortDef
to speak to please, gloze with the tongue
Debugging
Headword:
χαριτογλωσσέω
Headword (normalized):
χαριτογλωσσέω
Headword (normalized/stripped):
χαριτογλωσσεω
IDX:
35550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35590
Key:
xaritoglwsse/w
Data
{'content': 'χαριτογλωσσέω\n χαρῐτο-γλωσσέω,\n γλῶσσα\n to speak to please, gloze with the tongue, Aesch.', 'key': 'xaritoglwsse/w'}