Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χαρίεις
χαριεντίζομαι
χαριεντισμός
χαριεργός
χαρίζω
χάρισμα
χάρις
χαριστέος
χαριστήριος
χαριτία
χαριτοβλέφαρος
χαριτογλωσσέω
χαριτόω
χαριτώπης
χάρμα
χάρμη
χαρμονή
χαρμόσυνος
χαρμόφρων
χαροπός
χαροπότης
View word page
χαριτοβλέφαρος
χαριτοβλέφαρος χαρῐτο-βλέφᾰρος, ον, βλέφαρον with eyelids or eyes like the Charites, Anth.
ShortDef
with eyelids or eyes like the Charites (Graces)
Debugging
Headword:
χαριτοβλέφαρος
Headword (normalized):
χαριτοβλέφαρος
Headword (normalized/stripped):
χαριτοβλεφαρος
IDX:
35549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35589
Key:
xaritoble/faros
Data
{'content': 'χαριτοβλέφαρος\n χαρῐτο-βλέφᾰρος, ον,\n βλέφαρον\n with eyelids or eyes like the Charites, Anth.', 'key': 'xaritoble/faros'}