Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χαράκωμα
χαράκωσις
χάραξ
χαρά
χαράσσω
χαριδότης
χαριδώτης
χαρίεις
χαριεντίζομαι
χαριεντισμός
χαριεργός
χαρίζω
χάρισμα
χάρις
χαριστέος
χαριστήριος
χαριτία
χαριτοβλέφαρος
χαριτογλωσσέω
χαριτόω
χαριτώπης
View word page
χαριεργός
χαριεργός χᾰρι-εργός, όν elegantly working, artistic, Anth.
ShortDef
elegantly working, artistic
Debugging
Headword:
χαριεργός
Headword (normalized):
χαριεργός
Headword (normalized/stripped):
χαριεργος
IDX:
35542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35582
Key:
xariergo/s
Data
{'content': 'χαριεργός\n χᾰρι-εργός, όν\n elegantly working, artistic, Anth.', 'key': 'xariergo/s'}