χαριεντισμός
χαριεντισμός
from χᾰριεντίζομαι
χᾰριεντισμός, οῦ, ὁ,
wittiness, wit, Plat.
{
"content": "χαριεντισμός\n from χᾰριεντίζομαι\n χᾰριεντισμός, οῦ, ὁ,\n wittiness, wit, Plat.",
"key": "xarientismo/s"
}