Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χαραδρόομαι
χαρακοποιία
χαρακόω
χαρακτήρ
χαρακτός
χαράκωμα
χαράκωσις
χάραξ
χαρά
χαράσσω
χαριδότης
χαριδώτης
χαρίεις
χαριεντίζομαι
χαριεντισμός
χαριεργός
χαρίζω
χάρισμα
χάρις
χαριστέος
χαριστήριος
View word page
χαριδότης
χαριδότης χᾰρῐ-δότης, ου, ὁ, = χαριδώτης, of Bacchus, Plut.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χαριδότης
Headword (normalized):
χαριδότης
Headword (normalized/stripped):
χαριδοτης
IDX:
35537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35577
Key:
xarido/ths

Data

{'content': 'χαριδότης\n χᾰρῐ-δότης, ου, ὁ,\n = χαριδώτης, of Bacchus, Plut.', 'key': 'xarido/ths'}