Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χαραδραία
χαράδρα
χαραδριός
χαραδρόομαι
χαρακοποιία
χαρακόω
χαρακτήρ
χαρακτός
χαράκωμα
χαράκωσις
χάραξ
χαρά
χαράσσω
χαριδότης
χαριδώτης
χαρίεις
χαριεντίζομαι
χαριεντισμός
χαριεργός
χαρίζω
χάρισμα
View word page
χάραξ
χάραξ χάραξ, ακος, χᾰράσσω a pointed stake: esp., a vine-prop or pole, Ar., Thuc. a pale, used in entrenchments, Ar., Dem. collectively, = χαράκωμα II, Dem., Polyb.

ShortDef

a pointed stake

Debugging

Headword:
χάραξ
Headword (normalized):
χάραξ
Headword (normalized/stripped):
χαραξ
IDX:
35534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35574
Key:
xa/rac

Data

{'content': 'χάραξ\n χάραξ, ακος,\n χᾰράσσω\n a pointed stake: esp.,\n a vine-prop or pole, Ar., Thuc.\n a pale, used in entrenchments, Ar., Dem.\n collectively, = χαράκωμα II, Dem., Polyb.', 'key': 'xa/rac'}