Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χάραγμα
χαραδραία
χαράδρα
χαραδριός
χαραδρόομαι
χαρακοποιία
χαρακόω
χαρακτήρ
χαρακτός
χαράκωμα
χαράκωσις
χάραξ
χαρά
χαράσσω
χαριδότης
χαριδώτης
χαρίεις
χαριεντίζομαι
χαριεντισμός
χαριεργός
χαρίζω
View word page
χαράκωσις
χαράκωσις χᾰράκωσις, εως, a palisading, Lycurg., Plut.

ShortDef

a palisading

Debugging

Headword:
χαράκωσις
Headword (normalized):
χαράκωσις
Headword (normalized/stripped):
χαρακωσις
IDX:
35533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35573
Key:
xara/kwsis

Data

{'content': 'χαράκωσις\n χᾰράκωσις, εως,\n a palisading, Lycurg., Plut.', 'key': 'xara/kwsis'}