Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χάν
χάος
χάραγμα
χαραδραία
χαράδρα
χαραδριός
χαραδρόομαι
χαρακοποιία
χαρακόω
χαρακτήρ
χαρακτός
χαράκωμα
χαράκωσις
χάραξ
χαρά
χαράσσω
χαριδότης
χαριδώτης
χαρίεις
χαριεντίζομαι
χαριεντισμός
View word page
χαρακτός
χαρακτός χᾰρακτός, ή, όν verb. adj. of χαράσσω notched, toothed, like a saw or file, Anth.
ShortDef
notched, toothed
Debugging
Headword:
χαρακτός
Headword (normalized):
χαρακτός
Headword (normalized/stripped):
χαρακτος
IDX:
35531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35571
Key:
xarakto/s
Data
{'content': 'χαρακτός\n χᾰρακτός, ή, όν\n verb. adj. of χαράσσω\n notched, toothed,\n like a saw or file, Anth.', 'key': 'xarakto/s'}