Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χαμερπής
χαμεύνη
χαμηλός
χαμόθεν
χάμψαι
Χαναναῖος
χανδάνω
χανδόν
χάν
χάος
χάραγμα
χαραδραία
χαράδρα
χαραδριός
χαραδρόομαι
χαρακοποιία
χαρακόω
χαρακτήρ
χαρακτός
χαράκωμα
χαράκωσις
View word page
χάραγμα
χάραγμα χάραγμα, ατος, τό, χαράσσω any mark engraven or imprinted, χ. ἐχίδνης the serpentʼs mark, i. e. its bite, Soph.; τὸ χ. τοῦ θηρίου the mark of the beast, NTest.; χ. τέχνης carved work, NTest.; τὸ χ. τοῦ νομίσματος the impress on the coin, Plut.: absol. an inscription, Anth.

ShortDef

any mark engraven

Debugging

Headword:
χάραγμα
Headword (normalized):
χάραγμα
Headword (normalized/stripped):
χαραγμα
IDX:
35523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35563
Key:
xa/ragma

Data

{'content': 'χάραγμα\n χάραγμα, ατος, τό,\n χαράσσω\n any mark engraven or imprinted, χ. ἐχίδνης the serpentʼs mark, i. e. its bite, Soph.; τὸ χ. τοῦ θηρίου the mark of the beast, NTest.; χ. τέχνης carved work, NTest.; τὸ χ. τοῦ νομίσματος the impress on the coin, Plut.: absol. an inscription, Anth.', 'key': 'xa/ragma'}