χάραγμα
χάραγμα
χάραγμα, ατος, τό,
χαράσσω
any mark engraven or imprinted, χ. ἐχίδνης the serpentʼs mark, i. e. its bite, Soph.; τὸ χ. τοῦ θηρίου the mark of the beast, NTest.; χ. τέχνης carved work, NTest.; τὸ χ. τοῦ νομίσματος the impress on the coin, Plut.: absol. an inscription, Anth.