Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χαμαιεύνης
χαμαίζηλος
χαμαικοιτέω
χαμαικοίτης
χαμαιλεχής
χαμαιλέων
χαμαί
χαμαιπετής
χαμαιτυπεῖον
χαμαιτύπη
χαμερπής
χαμεύνη
χαμηλός
χαμόθεν
χάμψαι
Χαναναῖος
χανδάνω
χανδόν
χάν
χάος
χάραγμα
View word page
χαμερπής
χαμερπής χᾰμ-ερπής, ές ἕρπω creeping on the ground, grovelling, Anth.
ShortDef
creeping on the ground, grovelling
Debugging
Headword:
χαμερπής
Headword (normalized):
χαμερπής
Headword (normalized/stripped):
χαμερπης
IDX:
35513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35553
Key:
xamerph/s
Data
{'content': 'χαμερπής\n χᾰμ-ερπής, ές\n ἕρπω\n creeping on the ground, grovelling, Anth.', 'key': 'xamerph/s'}