Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χάλκωμα
Χαλυβδικός
χάλυβος
Χάλυψ
χαμάδις
χαμᾶζε
χαμᾶθεν
χαμαιγενής
χαμαιεύνης
χαμαίζηλος
χαμαικοιτέω
χαμαικοίτης
χαμαιλεχής
χαμαιλέων
χαμαί
χαμαιπετής
χαμαιτυπεῖον
χαμαιτύπη
χαμερπής
χαμεύνη
χαμηλός
View word page
χαμαικοιτέω
χαμαικοιτέω χᾰμαικοιτέω, fut. -ήσω to lie on the ground, Luc. from χᾰμαικοίτης
ShortDef
to lie on the ground
Debugging
Headword:
χαμαικοιτέω
Headword (normalized):
χαμαικοιτέω
Headword (normalized/stripped):
χαμαικοιτεω
IDX:
35505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35545
Key:
xamaikoite/w
Data
{'content': 'χαμαικοιτέω\n χᾰμαικοιτέω,\n fut. -ήσω\n to lie on the ground, Luc.\n from χᾰμαικοίτης', 'key': 'xamaikoite/w'}