Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χαλκόω
χάλκωμα
Χαλυβδικός
χάλυβος
Χάλυψ
χαμάδις
χαμᾶζε
χαμᾶθεν
χαμαιγενής
χαμαιεύνης
χαμαίζηλος
χαμαικοιτέω
χαμαικοίτης
χαμαιλεχής
χαμαιλέων
χαμαί
χαμαιπετής
χαμαιτυπεῖον
χαμαιτύπη
χαμερπής
χαμεύνη
View word page
χαμαίζηλος
χαμαίζηλος χᾰμαί-ζηλος, ον, seeking the ground, low-growing, dwarf, χ. φυτά Arist.:— χαμαίζηλος (sc. δίφρος) , a low seat, stool, Plat. metaph. of low estate, Luc.

ShortDef

seeking the ground, low-growing, dwarf

Debugging

Headword:
χαμαίζηλος
Headword (normalized):
χαμαίζηλος
Headword (normalized/stripped):
χαμαιζηλος
IDX:
35504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35544
Key:
xamai/zhlos

Data

{'content': 'χαμαίζηλος\n χᾰμαί-ζηλος, ον,\n seeking the ground, low-growing, dwarf, χ. φυτά Arist.:— χαμαίζηλος (sc. δίφρος) , a low seat, stool, Plat.\n metaph. of low estate, Luc.', 'key': 'xamai/zhlos'}