Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χαλκόχυτος
χαλκόω
χάλκωμα
Χαλυβδικός
χάλυβος
Χάλυψ
χαμάδις
χαμᾶζε
χαμᾶθεν
χαμαιγενής
χαμαιεύνης
χαμαίζηλος
χαμαικοιτέω
χαμαικοίτης
χαμαιλεχής
χαμαιλέων
χαμαί
χαμαιπετής
χαμαιτυπεῖον
χαμαιτύπη
χαμερπής
View word page
χαμαιεύνης
χαμαιεύνης χᾰμαι-εύνης, ου, ὁ, εὐνή lying, sleeping on the ground, Il.:—fem. χαμαι-ευνάς, άδος, Od.
ShortDef
lying, sleeping on the ground
Debugging
Headword:
χαμαιεύνης
Headword (normalized):
χαμαιεύνης
Headword (normalized/stripped):
χαμαιευνης
IDX:
35503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35543
Key:
xamaieu/nhs
Data
{'content': 'χαμαιεύνης\n χᾰμαι-εύνης, ου, ὁ,\n εὐνή\n lying, sleeping on the ground, Il.:—fem. χαμαι-ευνάς, άδος, Od.', 'key': 'xamaieu/nhs'}