Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χαλκοφάλαρος
χαλκοχάρμης
χαλκοχίτων
χαλκόχυτος
χαλκόω
χάλκωμα
Χαλυβδικός
χάλυβος
Χάλυψ
χαμάδις
χαμᾶζε
χαμᾶθεν
χαμαιγενής
χαμαιεύνης
χαμαίζηλος
χαμαικοιτέω
χαμαικοίτης
χαμαιλεχής
χαμαιλέων
χαμαί
χαμαιπετής
View word page
χαμᾶζε
χαμᾶζε χαμαί to the ground, on the ground, Lat. humi, Hom., Eur., Ar.
ShortDef
to the ground, on the ground
Debugging
Headword:
χαμᾶζε
Headword (normalized):
χαμᾶζε
Headword (normalized/stripped):
χαμαζε
IDX:
35500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35540
Key:
xama=ze
Data
{'content': 'χαμᾶζε\n χαμαί\n to the ground, on the ground, Lat. humi, Hom., Eur., Ar.', 'key': 'xama=ze'}