Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χαλκότυπος
χαλκουργικός
χαλκουργός
χαλκοῦς
χαλκοφάλαρος
χαλκοχάρμης
χαλκοχίτων
χαλκόχυτος
χαλκόω
χάλκωμα
Χαλυβδικός
χάλυβος
Χάλυψ
χαμάδις
χαμᾶζε
χαμᾶθεν
χαμαιγενής
χαμαιεύνης
χαμαίζηλος
χαμαικοιτέω
χαμαικοίτης
View word page
Χαλυβδικός
Χαλυβδικός Χᾰλυβδικός, ή, όν Chalybian: Χαλυβδικόν, οῦ, steel, Eur. from χάλυβος

ShortDef

Chalybian, steel

Debugging

Headword:
Χαλυβδικός
Headword (normalized):
χαλυβδικός
Headword (normalized/stripped):
χαλυβδικος
IDX:
35496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35536
Key:
*xalubdiko/s

Data

{'content': 'Χαλυβδικός\n Χᾰλυβδικός, ή, όν\n Chalybian: Χαλυβδικόν, οῦ, steel, Eur.\n from χάλυβος', 'key': '*xalubdiko/s'}