Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χαλκότορος
χαλκοτύπος
χαλκότυπος
χαλκουργικός
χαλκουργός
χαλκοῦς
χαλκοφάλαρος
χαλκοχάρμης
χαλκοχίτων
χαλκόχυτος
χαλκόω
χάλκωμα
Χαλυβδικός
χάλυβος
Χάλυψ
χαμάδις
χαμᾶζε
χαμᾶθεν
χαμαιγενής
χαμαιεύνης
χαμαίζηλος
View word page
χαλκόω
χαλκόω χαλκόω, fut. -ώσω χαλκός to make in bronze, Anth.:— Pass., χαλκωθείς clad in brass, Pind.

ShortDef

to make in bronze

Debugging

Headword:
χαλκόω
Headword (normalized):
χαλκόω
Headword (normalized/stripped):
χαλκοω
IDX:
35494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35534
Key:
xalko/w

Data

{'content': 'χαλκόω\n χαλκόω,\n fut. -ώσω\n χαλκός\n to make in bronze, Anth.:— Pass., χαλκωθείς clad in brass, Pind.', 'key': 'xalko/w'}