Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χαλκότοξος
χαλκοτορέω
χαλκότορος
χαλκοτύπος
χαλκότυπος
χαλκουργικός
χαλκουργός
χαλκοῦς
χαλκοφάλαρος
χαλκοχάρμης
χαλκοχίτων
χαλκόχυτος
χαλκόω
χάλκωμα
Χαλυβδικός
χάλυβος
Χάλυψ
χαμάδις
χαμᾶζε
χαμᾶθεν
χαμαιγενής
View word page
χαλκοχίτων
χαλκοχίτων χαλκο-χίτων (ῐ), ωνος, ὁ, ἡ, brass-clad, Il.
ShortDef
brass-clad
Debugging
Headword:
χαλκοχίτων
Headword (normalized):
χαλκοχίτων
Headword (normalized/stripped):
χαλκοχιτων
IDX:
35492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35532
Key:
xalkoxi/twn
Data
{'content': 'χαλκοχίτων\n χαλκο-χίτων (ῐ), ωνος, ὁ, ἡ,\n brass-clad, Il.', 'key': 'xalkoxi/twn'}