Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀξιοκοινώνητος
ἀξιόκτητος
ἀξιόλογος
ἀξιομακάριστος
ἀξιόμαχος
ἀξιομνημόνευτος
ἀξιόνικος
ἀξιοπενθής
ἀξιόπιστος
ἀξιοπρεπής
ἀξιόρατος
ἀξιόσκεπτος
ἀξιοσπούδαστος
ἄξιος
ἀξιοστράτηγος
ἀξιοτέκμαρτος
ἀξιοφίλητος
ἀξιόχρεως
ἀξιόω
ἀξίωμα
ἀξίωσις
View word page
ἀξιόρατος
ἀξιόρατος worth seeing, Luc.
ShortDef
worth seeing
Debugging
Headword:
ἀξιόρατος
Headword (normalized):
ἀξιόρατος
Headword (normalized/stripped):
αξιορατος
IDX:
3552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3553
Key:
a)cio/ratos
Data
{'content': 'ἀξιόρατος\n worth seeing, Luc.', 'key': 'a)cio/ratos'}