Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χαλκός
χαλκοστέφανος
χαλκόστομος
χαλκότευκτος
χαλκότοξος
χαλκοτορέω
χαλκότορος
χαλκοτύπος
χαλκότυπος
χαλκουργικός
χαλκουργός
χαλκοῦς
χαλκοφάλαρος
χαλκοχάρμης
χαλκοχίτων
χαλκόχυτος
χαλκόω
χάλκωμα
Χαλυβδικός
χάλυβος
Χάλυψ
View word page
χαλκουργός
χαλκουργός χαλκ-ουργός, όν ἔργω a coppersmith, Luc.
ShortDef
a coppersmith
Debugging
Headword:
χαλκουργός
Headword (normalized):
χαλκουργός
Headword (normalized/stripped):
χαλκουργος
IDX:
35488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35528
Key:
xalkourgo/s
Data
{'content': 'χαλκουργός\n χαλκ-ουργός, όν\n ἔργω\n a coppersmith, Luc.', 'key': 'xalkourgo/s'}