Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χαλκοπώγων
χαλκός
χαλκοστέφανος
χαλκόστομος
χαλκότευκτος
χαλκότοξος
χαλκοτορέω
χαλκότορος
χαλκοτύπος
χαλκότυπος
χαλκουργικός
χαλκουργός
χαλκοῦς
χαλκοφάλαρος
χαλκοχάρμης
χαλκοχίτων
χαλκόχυτος
χαλκόω
χάλκωμα
Χαλυβδικός
χάλυβος
View word page
χαλκουργικός
χαλκουργικός χαλκουργικός, ή, όν of or for a coppersmith: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of working in brass or bronze, Arist.

ShortDef

of or for a coppersmith

Debugging

Headword:
χαλκουργικός
Headword (normalized):
χαλκουργικός
Headword (normalized/stripped):
χαλκουργικος
IDX:
35487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35527
Key:
xalkourgiko/s

Data

{'content': 'χαλκουργικός\n χαλκουργικός, ή, όν\n of or for a coppersmith: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of working in brass or bronze, Arist.', 'key': 'xalkourgiko/s'}