Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χαλκόπους
χαλκόπυλος
χαλκοπώγων
χαλκός
χαλκοστέφανος
χαλκόστομος
χαλκότευκτος
χαλκότοξος
χαλκοτορέω
χαλκότορος
χαλκοτύπος
χαλκότυπος
χαλκουργικός
χαλκουργός
χαλκοῦς
χαλκοφάλαρος
χαλκοχάρμης
χαλκοχίτων
χαλκόχυτος
χαλκόω
χάλκωμα
View word page
χαλκοτύπος
χαλκοτύπος χαλκο-τύπος (ῠ), ὁ, cf. χαλκότυπος τύπτω a worker in copper, coppersmith, Xen.; a smith, Dem.
ShortDef
a worker in copper, coppersmith
Debugging
Headword:
χαλκοτύπος
Headword (normalized):
χαλκοτύπος
Headword (normalized/stripped):
χαλκοτυπος
IDX:
35485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35525
Key:
xalkotu/pos
Data
{'content': 'χαλκοτύπος\n χαλκο-τύπος (ῠ), ὁ,\n cf. χαλκότυπος\n τύπτω\n a worker in copper, coppersmith, Xen.; a smith, Dem.', 'key': 'xalkotu/pos'}