Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χαλκόπληκτος
χαλκόπους
χαλκόπυλος
χαλκοπώγων
χαλκός
χαλκοστέφανος
χαλκόστομος
χαλκότευκτος
χαλκότοξος
χαλκοτορέω
χαλκότορος
χαλκοτύπος
χαλκότυπος
χαλκουργικός
χαλκουργός
χαλκοῦς
χαλκοφάλαρος
χαλκοχάρμης
χαλκοχίτων
χαλκόχυτος
χαλκόω
View word page
χαλκότορος
χαλκότορος χαλκό-τορος, ον, τείρω wrought of brass, Pind.

ShortDef

wrought of brass

Debugging

Headword:
χαλκότορος
Headword (normalized):
χαλκότορος
Headword (normalized/stripped):
χαλκοτορος
IDX:
35484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35524
Key:
xalko/toros

Data

{'content': 'χαλκότορος\n χαλκό-τορος, ον,\n τείρω\n wrought of brass, Pind.', 'key': 'xalko/toros'}