Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χαλκοπληθής
χαλκόπληκτος
χαλκόπους
χαλκόπυλος
χαλκοπώγων
χαλκός
χαλκοστέφανος
χαλκόστομος
χαλκότευκτος
χαλκότοξος
χαλκοτορέω
χαλκότορος
χαλκοτύπος
χαλκότυπος
χαλκουργικός
χαλκουργός
χαλκοῦς
χαλκοφάλαρος
χαλκοχάρμης
χαλκοχίτων
χαλκόχυτος
View word page
χαλκοτορέω
χαλκοτορέω χαλκοτορέω, to work or form of brass, Anth. from χαλκότορος

ShortDef

to work

Debugging

Headword:
χαλκοτορέω
Headword (normalized):
χαλκοτορέω
Headword (normalized/stripped):
χαλκοτορεω
IDX:
35483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35523
Key:
xalkotore/w

Data

{'content': 'χαλκοτορέω\n χαλκοτορέω,\n to work or form of brass, Anth.\n from χαλκότορος', 'key': 'xalkotore/w'}