Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χαλκοπάρῃος
χαλκόπεδος
χαλκόπλευρος
χαλκοπληθής
χαλκόπληκτος
χαλκόπους
χαλκόπυλος
χαλκοπώγων
χαλκός
χαλκοστέφανος
χαλκόστομος
χαλκότευκτος
χαλκότοξος
χαλκοτορέω
χαλκότορος
χαλκοτύπος
χαλκότυπος
χαλκουργικός
χαλκουργός
χαλκοῦς
χαλκοφάλαρος
View word page
χαλκόστομος
χαλκόστομος χαλκό-στομος, ον, στόμα with brasen mouth, χ. κώδων Τυρσηνική, i. e. a trumpet, Soph. with edge or point of brass, Aesch.

ShortDef

with brasen mouth

Debugging

Headword:
χαλκόστομος
Headword (normalized):
χαλκόστομος
Headword (normalized/stripped):
χαλκοστομος
IDX:
35480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35520
Key:
xalko/stomos

Data

{'content': 'χαλκόστομος\n χαλκό-στομος, ον,\n στόμα\n with brasen mouth, χ. κώδων Τυρσηνική, i. e. a trumpet, Soph.\n with edge or point of brass, Aesch.', 'key': 'xalko/stomos'}